Στη Σία
Για να μπορέσει κανείς ν’ αντιληφθεί τα πράγματα και τι θέλω να πω για μας, για την οικογένειά μου δηλαδή, πρέπει να καταλάβει τη δομή των οικογενειών που δεν έχουν μυστικά. Είναι πολλές τέτοιες. Τις συναντάς στην ελληνική επαρχία και στις γειτονιές των μεγάλων πόλεων που λειτουργούν σαν ελληνική επαρχία. Δρόμοι όχι πολύ φαρδιοί. Μικρά οικόπεδα. Μικρά σπίτια, που γειτονεύουν οι φωνές κι οι μυρωδιές τους, όχι μόνο οι τοίχοι τους. Άνθρωποι που γνωρίζουν ο ένας τις συνήθειες και την καταγωγή του άλλου.
Εμείς, λοιπόν, κατοικούσαμε σε μια μεγάλη μονοκατοικία με αυλή, στην Κοκκινιά. Πράσινο ανοιχτό λαδομπογιά η σιδερένια αυλόπορτα με ανάγλυφα το μονόγραμμα του παππού.
Α! Βάζανε τα αρχικά των ανδρών στις αυλόπορτες, στις κάρτες, στα μαξιλάρια και ξεμπερδεύανε μαζί τους. Τους καθορίζανε μέχρι που φτάνει το αντίκρισμα της βασιλείας τους και ξεμπερδεύανε μ’ αυτούς μια για πάντα.
Στο πεζοδρόμιο είχαμε δυο ελιές αλλά μέσα είχαμε μεγάλο κήπο. Τριανταφυλλιές, βασιλικά, μελιτζάνες ντενεκέδες φυτεμένοι με εποχιακά λουλούδια, φτέρες, πρασινάδες και φυλλόδεντρα, μια λεμονιά, μια ροδιά και μια τεράστια τζανεριά πάνω από τη βρύση. Μια μακρόστενη αυλή σε δυο επίπεδα και το σπίτι αριστερά και στο βάθος σε σχήμα γάμα.
Κάποια ιδιαίτερη αγάπη θα ’χανε όλοι τους να δεις στο πράσινο γιατί και τα χαμηλά μέρη του σπιτιού και τα παράθυρα και οι κορνίζες γύρω από τις πόρτες ήταν όλα πράσινα. Μόνη αντίθεση τα κεραμίδια κι οι ασορτί μ’ αυτά βούλες που προσεκτικά ζωγράφιζε η μάνα μου πάνω στις πήλινες γλάστρες και τους γκαζοντενεκέδες. Το σπίτι χτίστηκε το 1936 και είχε σίγουρα μέχρι τώρα πάνω του τριάντα στρώσεις χρώμα. Τόσο συχνά βάφανε, που η κλειδαριά της έξω πόρτας είχε στενέψει από τα πολλά χέρια λαδομπογιά. Δε χωρούσε πια να μπει το κλειδί και κλείναμε μόνο με το σύρτη ή δεν κλείναμε καθόλου.
Χτες που είχα πάει να δω τη γιαγιά, κοίταζα το χρώμα. Από τότε που πέθανε η μαμά σα να είχε χαθεί το πράσινο από τη ζωή μας. Αλλά ας μην τα μπερδεύω...
Οι πέτρινες μάντρες γύρω γύρω προσεκτικά αρμολοïμένες, το τσιμεντένιο τους σαμάρι βαμμένο πράσινο και πάνω τους περίτεχνο καγκελάκι με χι και γάμα όπως το μονόγραμμα της πόρτας. Μια μικρή βρύση δίπλα στην είσοδο, είχε το λάστιχο που ποτίζαμε μόνιμα στερεωμένο πάνω της.
Για χρόνια η γιαγιά προσπαθούσε να εμποδίσει τις διαρροές του τυλίγοντας, σφιχτά, κουρελάκια γύρω του. Τόσο σφιχτά, που έλεγες: «Που τη βρήκε τόση δύναμη αυτή η γυναίκα;» για ν’ απαντήσεις ύστερα μόνος «απ’ τη ζωή». Στην πραγματικότητα δεν ήταν δύναμη, όχι, ήταν επιθυμία να περάσει το δικό της.«Μαμά», της έλεγε η μάνα μου, «θα βάλουμε ένα σφικτήρα και θα είναι εντάξει».
Του κάκου. Η Κίτσα ήθελε κουρελάκι. Κίτσα ήταν η γιαγιά, από το Κυριακή.
Όταν ζούσε το μονόγραμμα, ο παππούς, δεν ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Μόνο που τότε έπρεπε να πείσουν και τον κόσμο πως ο παππούς ήταν σύμφωνος με τα κουρελάκια. Για την ακρίβεια, όλοι υποδύονταν πως, όχι μόνο τα ήξερε τα κάθε λογής κουρελάκια ο παππούς, αλλά και τους τα είχε επιβάλλει. Πού να δείτε τι έπαθε ο άνθρωπος όταν ήρθε και τον έσφιξε στο λαιμό το κουρελάκι του χωρισμού και της μάνας μου και του θείου μου. Αλλά είπαμε σιγά σιγά, μην τα μπερδεύω.
Η γιαγιά, αποφάσισε μια μέρα να κάνει τη λεμονιά της αυλής να βγάζει πορτοκάλια. Έπιασε λοιπόν ένα μπόλι από πορτοκαλιά, χάραξε τον κορμό της λεμονιάς σε σχήμα ταυ, το έχωσε μέσα και το έδεσε σφιχτά με ένα κουρελάκι. Το μπόλι υπάκουσε και άνθισε. Σε δύο χρόνια μια λεμονοπορτοκαλιά κάρπιζε στο περιβόλι μας. Την τεχνογνωσία αυτή, η γιαγιά την έκανε εξαγωγή. Πρώτα πρώτα στο εργοστάσιο που δούλευε, ύστερά στις γειτόνισσες της θείας κοντά στη δεξαμενή και κατόπιν στη γειτονιά μας.
Η γιαγιά βέβαια δεν έμαθε τις γειτόνισσες μόνο να μπολιάζουν. Αλλά αυτά θα σας τα πω με τη σειρά τους διότι άπτονται της πολιτικής και θέλουν το κατάλληλο χρωματικό φόντο, μαύρο.
Κάτω απ’ τη ροδιά είχαμε μια μικρή παιδική κούνια. Μου την είχε φέρει ένα Πάσχα δώρο, ο παππούς ο Στράτος. Τι χαρές; Μ’ ενοχλούσε που τα άλλα παιδιά στη γειτονιά είχανε καινούρια παιχνίδια, ποδήλατα, κούκλες, μπάλες. Δε ζήταγα ποτέ παιχνίδια. Δηλαδή, για να λέμε την αλήθεια, δε ζήταγα ποτέ τίποτα. Δεν ξέρω πως το είχα καταφέρει αυτό. Δε ζήταγα, μόνο ήθελα. Και σα να είχε φωνή η επιθυμία μου αποκτούσα ότι ήθελα. Όχι πως ένοιωσα ποτέ να μου φτάνουν αυτά που αποκτούσα. Ίσως γιατί όλοι με κοίταζαν κάπως… Με οίκτο;
Εμένα, για να μπορώ να κάνω κούνια, η γιαγιά είχε δέσει διπλό ένα σκοινί από τη τζανεριά έτσι που έκανε δυο θηλιές προς τα κάτω και για κάθισμα του είχε στερεώσει ένα- κομμάτι κουρελού. Ο παππούς ο Στράτος, με έβλεπε που κάθε τόσο έσπαγα το σκοινί από τη φόρα και τη δύναμη που έβαζα και αποφάσισε να μου φέρει μια κατακόκκινη σιδερένια κούνια.
Έφερνε πολλά στο σπίτι ο παππούς ο Στράτος. Ρούχα, γλυκά, παιχνίδια, όλο δώρα ήτανε. Μα δεν τον αγαπούσα. Όλα τα πράγματά μου χαλάγανε μπροστά στα μάτια του κι εκείνος έτρεχε να μου τα αντικαταστήσει. Αργότερα, όταν μεγάλωσα, επίτηδες το έφερνα έτσι που κάθε μου δυσκολία φανερωνόταν μπροστά του. Ύστερα, έμενα σιωπηλή σα να του υπαγόρευα βουβά τι ήθελα να κάνει κι εκείνος, απλά το έκανε. Απλά.
Έτσι ήταν ο παππούς ο Στράτος, έκανε τα πράγματα απλά και φυσικά κανείς δεν του χρωστούσε χάρη για τίποτα. Τα έδινε όλα χωρίς να του τα ζητήσουμε, τον αρμέγαμε κανονικά δηλαδή και στο τέλος τον είχαμε πείσει πως δική του ανάγκη ήταν όλη αυτή η προσφορά, εμείς δεν είχαμε ζητήσει τίποτα.
Αχ! Κακομοίρη Στράτο.
Του τα λέγανε η μάνα και οι αδερφές του. «Σε αρμέγουνε εκεί μέσα Στράτο…», αλλά αυτός, απλά, αγαπούσε. Όταν τους συνέλαβα στο κρεβάτι με τη γιαγιά, ήμουνα πιτσιρίκα, στο δημοτικό.
Ήξερα τι κάνανε. Μου τα είχε μάθει η Ελπίδα, κόρη μιας συμπεθέρας. Μας βάζανε οι μανάδες μας να κοιμηθούμε μαζί τα Κυριακάτικα μεσημέρια του καλοκαιριού κι εμείς χαϊδευόμασταν μέχρι που πέφταμε ξερές για ύπνο. Το γιατρό τον παίξαμε αργότερα με κάτι αγοράκια της γειτονιάς και κάτι ξαδέρφια.
Εμείς, όπως τα περισσότερα κορίτσια αλλά δεν το λένε, παίξαμε πρώτα τη «νοσοκόμα». Γλυκό και ακίνδυνο.
Τα μεσημέρια της Κυριακής μύριζαν γιουβέτσι. Μαζευόμασταν όλοι γύρω από το τραπέζι, ήταν η μόνη μέρα που τρώγαμε όλοι μαζί. Ήταν γιορτή!
Ως που σκοτώθηκε ο Γιώργος μας. Τροχαίο. Ο Γιώργος μας, ο πιο όμορφός μας μ’ εκείνα τα σαρκώδη χείλια κι εκείνα τα ονειροπόλα μάτια… Μ’ εκείνο το αγαλματένιο κορμί…
Ψήλωνε τόσο γρήγορα ο Γιώργος μας, έφταιγε ο αθλητισμός, έριχνε ακόντιο. Στα δεκάξι του βγάλαμε το μικρό φεγγίτη από το πανωκάσι της πόρτας για να μην κουτουλάει. Στα δεκαεπτά σκοτώθηκε. Μ’ εκείνη την άτιμη, την καταραμένη βέσπα.
Η γιαγιά τρελάθηκε. Το αγόρι της; Το στερνοκούνι της; Το παιδί του έρωτά της;
Δεν ξαναμύρισε στο σπίτι γιουβέτσι, δεν ξαναγιορτάσαμε, δεν ξανακάτσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι. Η Κίτσα έγινε Κυριακή, κάθισε σε μια καρέκλα στο μέσα δωμάτιο, και δεν ξανασηκώθηκε από κει πέρα.
Τα καλοκαίρια την βγάζαμε με την καρέκλα στην αυλή, να την δει λιγάκι ο ήλιος, μπας και… Αλλά πού;
Είχε βλέπεις καρφωθεί καλά στο μυαλό της ότι, ο Γιώργος μας, το όμορφο το μοναχοαγόρι μας, σκοτώθηκε εξαιτίας της. Εξαιτίας της αμαρτίας της που τον είχε πιάσει με τον παππού το Στράτο.
Δεν ξαναμίλησε σε κανέναν από τότε. Έτρωγε με το στανιό, κι άμα τόλμαγε να τη ρωτήσει κανείς; «Τι κάνεις Κυριακή;», «σκατά στραγγίζω» του απάνταγε και μουντζωνότανε.