Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Κι όποιος του πόθου εδούλεψε... Ερωτόκριτος






"Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,

μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο.
Eλόγιασα να τη θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώσω,
και μετά κείνη να περνώ, και να μηδέν ξαπλώσω.

Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ' ήβανεν εις τα βάθη,
κ' ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά'θη.
Kαι πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι,
κ' ήρχιζεν κ' εστρατάριζεν, κ' εσιγανοπορπάτει.

Tο σιγανό, με τον Kαιρόν, προθυμερόν εγίνη,
κ' ήβανε ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι.
Kι ωσάν από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει,
τρεμουλιασμένο κι άφαντο, και με Kαιρόν πληθαίνει,

κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ' ώρα μεγαλώνει,
και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει,
κι απ' άφαντο κι από μικρό, που'τον όντεν εφάνη,
κορμί, φτερά, και δύναμη, και μεγαλότη κάνει-

το ίδιο εγίνη κ' εις εμέ, στην άπραγή μου νιότη.
Aρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη,
μα εδά'χει τόση δύναμη κ' έτσι μεγάλη εγίνη,
οπού μου πήρεν την εξά, και δίχως νου μ' αφήνει.

K' η Aγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει,
κι οπού με τσ' αναστεναμούς θρέφεται και πλαταίνει,
θάμασμα πούρι το κρατούν όλοι, μικροί-μεγάλοι,
πώς στην αρχήν τση ανήμπορη γεννάται στην αθάλη

σπίθα μικρή κι αψήφιστη, δε λάμπει, μηδέ βράζει,
και πως να κάμει αναλαμπήν κιανείς δεν το λογιάζει.
Kαι αγάλια-αγάλια θρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει,
κεντά και καίγει δυνατά, και το κορμί μας βλάφτει.

"Πρωτύτερα, όντε τ' άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι,
σ' έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει.
Mα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι,
που στ' όμορφό τση πρόσωπο πάντα στεμένο το'χει.


BITZENTZOY ΚΟΡΝΑΡΟΥ

"ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ"
(απόσπασμα)


***Νίκος Ξυλούρης, Ερωτόκριτος...

Ολόκληρο το κείμενο θα το διαβάσετε εδώ...

Ερωτόκριτος

Η ζωγραφιά είναι του Θεόφιλου

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Κοίταζα πάλι τον ουρανό με τα μάτια σου... τυφλή.














Πρῶτα νὰ πιάσω τὰ χέρια σου
Νὰ ψηλαφίσω τὸ σφυγμό σου
Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος
Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα
Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει
Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα
Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ
Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα
Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή.

Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.

Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι.


Ο Ουρανός

Μανόλης Αναγνωστάκης


***Dulce Pontes - Fado Português



Φωτογραφία: Werner Bischof

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Ο που 'χει κόρη ακριβή του Μάρτη ο ήλιος μη την δει...














Για το nyxterino, όλες οι δροσιές του Μάρτη...



Αχ,ο Μάρτης ο Ανοιξιάτης, ο Κλαψομάρτης, ο Πεντάγνωμος, ο Φυτευτής, ο Βαγγελιώτης…


Ο που ‘χει κόρη ακριβή
του Μάρτη ο ήλιος μη την δει


Ο Μάρτης Γδάρτης ψυχών και σωμάτων…

Σαρακοστή της μετάνοιας μα και Αναστάσιμη Άνοιξη…

Τσουχτερό κρύο και λαμπρή ηλιοφάνεια.



Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.


Από Μάρτη καλοκαίρι και από Αύγουστο χειμώνα.


Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;


Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα χαράστονε το γεωργό

που έχει πολλά σπαρμένα.


Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, εφτά φορές μας χιόνισε
και πάλι το μετάνιωσε γιατί δεν ξαναχιόνισε.





Μάρτης…δίψυχος και δίγνωμος και διπλοπαντρεμένος…


Η μια γυναίκα του είναι όμορφη και φτωχιά, η άλλη άσχημη και πλούσια.

Δε θα μπορούσε να ήταν αλλιώς…ούτε για τον Μάρτη…


Ο τρομερός μήνα Martius, αφιερωμένος από τους Ρωμαίους στον Άρη (Mars), τον θεό του πολέμου.

Πρώτος μήνας του χρόνου για τους Βυζαντινούς, αρχή Καλοκαιριού και μήνας… γενεθλίων…

Έχασα τον λογαριασμό… αλλά μάλλον… 47!!! Καλά είναι, λέω να τ’ αφήσω δυο τρία χρόνια εκεί…


Η «ιστορία» του μήνα γνωστή… και ο Μάρτης, μην τον λυπάστε, κοιμάται στ’ ανάμεσο δυο γυναικών και… μας κάνει και τον δύσκολο…




Κάποτε στρίβαμε λινές κλωστές, μια άσπρη και μια κόκκινη, «Μάρτη» τις λέγαμε, τις φοράγαμε στον καρπό ή και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, για να μη μας κάψει ο ήλιος…

Κάποτε οι κοπελιές στέλνανε ένα «Μάρτη» στον αρμαστό-τον αρρεβωνιάρη-ακόμη και με γράμματα.


Αυτό που μου άρεσε, όταν φτιάχνανε το «Μάρτη», ήταν που, πριν φορεθεί, τον κρέμαγαν στα κλαδιά της τριανταφυλλιάς κι εκεί τον άφηναν όλη τη νύχτα για να «τον δούνε τα άστρα»…

Τον φορούσαν στο χέρι τους ως τη νύχτα της Ανάστασης και τον έκαιγαν μαζί με την λαμπάδα.

Η συνήθεια είναι τόσο παλιά, που την αναφέρει και ο Χρυσόστομος. Είναι πολύ πιθανό να συσχετίζεται με την κρόκη-το υφάδι- τη οποία έδεναν οι μύστες των Ελευσινίων στο δεξί χέρι και το αριστερό πόδι…


Ο Χριστιανισμός, μπορεί να σάρωσε εύκολα τους αρχαίους θεούς, αλλά την λαϊκή πίστη, τις μικρές θεότητες, τα πλάσματα της φαντασίας δεν το κατάφερε ποτέ, για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν βαθειά ριζωμένες στις ψυχές και τις ζωές των ανθρώπων.


Τα χλωρά κλαδιά και οι δροσιές του Μάρτη, τα «χελιδονίσματα»… σαν μαγικά ομόρφαιναν τις ζωές κάποτε.


Τα παιδιά, γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι με ένα ομοίωμα χελιδονιού και τραγουδούσαν…


Οι γυναίκες έρχονταν στα χωράφια και νίβονταν με την πρωινή δροσιά του κριθαριού…


Άλλες ράντιζαν το σπίτι και τους αγαπημένους τους με το αμίλητο νερό κι ένα δροσερό κλωνάρι…


Έτσι έμπαινε η δροσιά στα σπίτια και στα πρόσωπα…

Έτσι προμάντευαν υγεία κι ευτυχία για τον υπόλοιπο χρόνο…



Ήρθε ήρθε χελιδόνα

ήρθε κι άλλη μελιδόνα

κάθισε και λάλησε

και γλυκά κελάδησε.


Μάρτη Μάρτη μου καλέ,

και Φλεβάρη φοβερέ

κι αν φλεγίσεις κι αν τσικνίσεις

καλοκαίρι θα μυρίσεις


Κι αν χιονίσεις, κι αν κακίσεις,

πάλι άνοιξη θ’ ανθίσεις.

Θάλασσαν επέρασα, τη στεριάν δεν ξέχασα

κύματα κι αν έσχισα, έσπειρα κονόμησα.


Έφυγα κι αφήκα σύκα και σταυρόν και θημωνίτσα.

Κι ήρθα τώρα κι ηύρα φύτρα

κι ηύρα χόρτα, σπάρτα βλήτρα

βλήτρα, βλήτρα, φύτρα, φύτρα.



***Λούζεται η Αγάπη μου...

Κύρια Πηγή: Ελληνικές Γιορτές, Γ. Α. Μέγας, Εστία 2001.

Τα κεντήματα είναι από τις εκθέσεις του Μουσείου Μπενάκη.

Τα μικρά μου σέβη...





















Μεσάνυχτα Κυριακής…


Ξαπλωμένη πάνω στα χνάρια που αφήνει ο έρωτας στο χαρτί, σε ξεχνώ και σε θυμάμαι ταυτόχρονα.


Μεγάλε Ερωτικέ… έτσι είναι. Το ξέρεις.


Δεν ήσουν ποτέ αυτοσκοπός, ήσουν το μέσο μας για ν’ ανταμώσουμε τη Μουσική, ήσουν ο δρόμος μας για να φορέσουμε την ποίηση.


Τα μικρά μου σέβη…



***Dedication



Οι υπόλοιποι σε θυμούνται... εδώ…




Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Όψεις Θανάτου...





Aυτόν τον κατεδίωκε ένα πνεύμα
στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωής του.
Oι ασχολίες του, οι χαρές, σ’ ένα νεύμα
προσχήματα γινόνταν της ορμής του.

Tα βιβλία, η σκέψη, ένα ορμητήριο
λίγες στιγμές. Bίαιος στον έρωτά του.
Ύστερα γέμιζε η όψη του μυστήριο
και τίποτε δεν ταίριαζε κοντά του.

Ένας περίεργος ξένος επλανιόταν
ανάμεσά μας, μ’ όψη αλλοιωμένη.
Tην υποψία μας δε μας την αρνιόταν
πως κάτι φοβερό τον περιμένει.

Ήταν ωραίος παράξενα, σαν κείνους
που ο θάνατος τους έχει ξεχωρίσει.
Δινόταν στους φριχτότερους κινδύνους
σαν κάτι να τον είχε εξασφαλίσει.

Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκαμε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο. Ήταν όλο σα μια νίκη,
σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.

Eίχε μια τέτοια απλότη και γαλήνη,
μια γελαστή μορφή ζωντανεμένη!
Όλος μια ευχαριστία σα νάχε γίνει.
Kι η αιτία του κακού σημαδεμένη.



Σ’ έναν νέο που αυτοκτόνησε

Πολυδούρη Mαρία








*** Μόνο

Γιάννης Πουλόπουλος

Στίχοι: Κ. Καρυωτάκης

Μουσική: Γ. Σπανός



Title: Hand with Globe
Artist: M. C. Escher

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Για μια αιωνιότητα θαμμένη στα στόματα...

























Ποιος αγαπήθηκε όπως εμείς; Να ψάξουμε
τις παλιές στάχτες της καμμένης καρδιάς
κι εκεί να πέσουν ένα-ένα τα φιλιά μας
μέχρι να αναστηθεί το ακατοίκητο λουλούδι.

Αγαπάμε τον έρωτα που ανάλωσε τον καρπό του
και κατέβηκε στη γη με πρόσωπο και εξουσία:
εσύ κι εγώ είμαστε το φως που συνεχίζει,
το άθραυστο λεπτοκαμωμένο στάχυ.

Στο θαμμένο έρωτα κρύο από πολύ καιρό,
από χιόνι και άνοιξη, από λήθη και φθινόπωρο,
πλησιάζουμε με το φως ενός νέου μήλου,

της ανοιχτής δροσιάς από μια νέα πληγή,
όπως ο παλιός έρωτας που περπατάει στη σιωπή
για μια αιωνιότητα από θαμμένα στόματα.




Ποιοι αγαπήθηκαν όπως εμείς;
Πάμπλο Νερούδα
Πηγή: geocities

Ο πίνακας έχει τίτλο: Lips
Andy Warhol

***Esperanza with guitar

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Ακόμη λίγος μεθυσμένος....Παπαδιαμάντης


Ένα κλαδάκι μυγδαλιάς, ένα φιλί στη ρογμή...πάντα σε φόντο λαδί.


Ο έρωτας στα χιόνια


Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.



Φωτογραφία: Digital Camera
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς … ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ
ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».

Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.

Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.

Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.

Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:

Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.


Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.



Η συνέχεια εδώ…


***Ακούστε το από την Σαπφώ Νοταρά, σε μια καταπληκτική ανάγνωση, εδώ...



Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

Περίλυπος εστιν η ψυχή μου έως θανάτου...

















"Περίλυπος εστιν η ψυχή μου έως θανάτου" Ματ. 26,38.

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Ο Υιός του Ανθρώπου

Αυτά τα είκοσι δύο παιδιά, δόκιμοι μοναχοί, στα οποία πάνω ασελγήσατε κύριε ηγούμενε, ήταν ο Υιός του Ανθρώπου.




Πανσέληνον Άσμα...


Η Νύφη

Εγώ κοιμάμαι, μα η φωνή μου ξαγρυπνά.
Του αγαπημένου μου η φωνή. Χτυπά η πόρτα.

«Άνοιξε, αγάπη μου. Πανέμορφή μου εσύ.
Άνοιξε να μπω, περιστέρι μου αδελφή μου.
Έχει νοτίσει το κεφάλι μου η δροσιά
και το νυχτιάτικο τ’ αγιάζι τα μαλλιά μου.»

«Πώς να ντυθώ αφού επλάγιασα γυμνή;
Πώς να λερώσω τα πλυμένα μου τα πόδια;»
Νοιώθω ένα θρόισμα στα σπλάχνα μου γλυκό,
καθώς τα δάχτυλα του ψάχνουν για το σύρτη.
Πετιέμαι απάνω, να του ανοίξω – δε βαστώ – κι από τα χέρια μου σταλάζουν στάλες σμύρνα.
Πιάνω το μάνταλο ν’ ανοίξω. Τι να δω;
Όλο το μάνταλο πλημμύρισε από σμύρνα.
Και του ανοίγω. Μα έχει φύγει. Έχει χαθεί.


Άσμα Θ΄ κεφ. Ε΄2.

Μεταγραφή: Λευτέρης Παπαδόπουλος


Φωτογραφία: Digital Camera, Πανσέληνος στην Ερεσό...

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

Προσωπικό...


6 Μαρτίου 1994

Κυριακή.
Νωρίς, λίγο πριν το μεσημέρι…

Είμαι στα προγράμματα παραδοσιακών χορών με δεκάδες πιτσιρίκια και τρελό κέφι.
Έτσι όπως ο ενθουσιασμός έχει γίνει έρωτας για την παραδοσιακή μουσική, έχω μπει κι εγώ στον κύκλο και χορεύω ένα "συρτό στα δύο" μερακλίδικο και βαρύ.
Χορεύω με κλειστά μάτια, σαν τον πρωτόπειρο στον θυελλώδη έρωτα, σαν τον ξεμυαλισμένο…

Σχεδόν κάθε φορά στα μαθήματα το πάθαινα αυτό.
Τα παιδάκια βέβαια, χαίρονταν που χόρευα μαζί τους αλλά δεν καταλάβαιναν και πολλά πράγματα γι αυτή την έκσταση, ειδικά με τέτοιες μουσικές που, κάθε άλλο παρά ξεσηκωτικές θα μπορούσε να τις πει κανείς…

Άξαφνα νοιώθω στο αυτί μου τον Άγγελο να μου ψιθυρίζει κάτι.

Τα πολύ άσχημα και τα πολύ καλά στη ζωή μας συμβαίνουν όπως οι συγκρούσεις τραίνων, σπάνια και αιφνίδια.
Συνήθως είμαστε σε μια χαλαρή κατάσταση χαράς ή πίκρας…

"Πέθανε η Μελίνα Μερκούρη", είπε χαμηλόφωνα.
Ήξερε ότι το περίμενα αλλά και το απευχόμουν...

Την γνώρισα στα δεκαέξι μου.
Είχε έρθει στο Λύκειο Θηλέων που ήμουν μαθήτρια να παρακολουθήσει μια εκδήλωση για τον Κώστα Βάρναλη.

Ήταν τα πρώτα χρόνια μετά την Μεταπολίτευση και εμείς στην Κοκκινιά απολαμβάναμε τη χαρά να δηλώνουμε την ιδεολογία μας, χωρίς να βρισκόμαστε κάθε λίγο και λιγάκι στην ασφάλεια. Είχαν αρχίσει να φωτίζουν κάπως οι μέρες της πολιτικής μας ζωής και δεν χάναμε ευκαιρίες να αξιοποιούμε δημιουργικά αυτό το φως.

Από κείνα τα χρόνια και παρά την μικρή μου ηλικία είχα εικόνα μάνας, έτσι η καθηγήτρια που είχε την επιμέλεια μου ανέθεσε να διαβάσω τους "Πόνους της Παναγιάς" και τη "Μάνα του Χριστού" από το "Φως που Καίει"…
Ακόμη δεν μπορώ να τα ξεπεράσω αυτά τα κείμενα και ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνη την εκδήλωση.

Εγώ στη σκηνή και η Μελίνα θεατής… εγκεφαλικό στα δεκαέξι μου…

Πολιτικά δεν ήμουν ποτέ στο δικό της χώρο αλλά τη Μελίνα σχεδόν την είχα ερωτευτεί, τη θαύμαζα, μου άρεσε ως γυναίκα, μου άρεσε ως ηθοποιός, με γοήτευε ως παρουσία…

Ήμουν καλή στην ανάγνωση των ποιημάτων, παρά την απειρία και την ηλικία, κι αυτό μου χάρισε το εισιτήριο σε μια σχέση που νοιώθω ότι κρατάει ακόμη.
Αργότερα την ίδια μέρα, ενώ μας κέρναγε ούζο στην πλατεία, η Μελίνα άνοιγε δρόμους στη σκέψη και τα όνειρά μου και μου αποκάλυπτε τον έρωτα της για το Θέατρο.

Ήταν βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια που έμενα κι έτσι βλεπόμασταν συχνά.
Δεν μιλήσαμε ποτέ για την πολιτική, αν και οι κουβέντες μας είχαν πάντα στο βάθος τους πολιτικό χαρακτήρα.

Η φωνή της είναι ακόμη στ’ αυτιά μου, η φινέτσα, το παράφορό της, ο τρόπος που κάπνιζε, ο θεατράλε τρόπος που με φιλούσε για να με αποχαιρετίσει…

Ακόμη δακρύζω στη θύμησή της… δεν γνώρισα πολλές γυναίκες σαν κι αυτήν έκτοτε.
Συχνά, όταν μιλώ για κείνη, μου λένε ότι τα μάτια μου λάμπουν...

Ναι, ήταν σπάνια γυναίκα, σπάνιο θεατρικό και πολιτικό ζώο...

Ήταν η Μελίνα.


6/3/2009


Τ.


Φαίδρα...

Μελίνα Μερκούρη...

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

One more kiss for a sea gull...

Ήθελα πάλι να μιλήσω για φιλιά

Μα με συνεπήραν οι γλάροι

Έτσι τα φιλιά έγιναν Θαλασσινά

Δεν μπορούσαν να είναι αλλιώς

Εσμεράλδα


Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας στο σκοτεινό λιμάνι του Gabes.

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.

Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το "γεια σου"
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: "σε προδίνω",
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρομιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απά να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.

Νίκος Καββαδίας












Ένα φιλί μπορεί να είναι μια τρυφερή χειρονομία, ένας ψυχρός χαιρετισμός ή έκφραση έντονου ερωτικού πάθους. Μπορεί επίσης να είναι δείγμα αθώας χαράς, εκδήλωση σεβασμού ή ακόμα και προδοσίας, όπως στην περίπτωση του Χριστού.


Γιατί όμως το φιλί γεννά τόση ευχαρίστηση και συναισθηματική φόρτιση; Επειδή, σύμφωνα με τους ψυχολόγους και τους ψυχαναλυτές, μας κάνει να αναβιώνουμε την αγάπη και την ασφάλεια που νιώθαμε ως βρέφη στη μητρική αγκαλιά.


Πράγματι, τα φιλιά υποδηλώνουν οικειότητα, εμπιστοσύνη, αισθησιασμό, αλλά και την ανάγκη προστασίας, τα ίδια συναισθήματα που συνδέουν το βρέφος με τη μητέρα. Σύμφωνα με τον Σίγκμουντ Φρόιντ, τον πατέρα της ψυχανάλυσης, το φιλί γεννήθηκε επειδή για όλους αργά ή γρήγορα έρχεται η μέρα του ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών: ο απογαλακτισμός. Όμως η γλυκιά ανάμνηση αυτής της ηδονικής περιόδου της βρεφικής μας ζωής μάς ακολουθεί για πάντα.






Αντίθετα, σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους, το φιλί δεν είναι κατάλοιπο της βρεφικής μας ηλικίας αλλά της προϊστορίας μας. Στις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες οι μητέρες, όταν σταματούσαν να θηλάζουν, μασούσαν την τροφή και την έσπρωχναν με τη γλώσσα τους στο στόμα του μωρού. Oι ανθρωπολόγοι θεωρούν ότι το ερωτικό φιλί προήλθε πιθανότατα απ´ αυτή την πανάρχαια μέθοδο διατροφής. Είναι κατάλοιπο αυτής της στοργικής πράξης, όπου η αγάπη και η τροφή αναμειγνύονταν στο μητρικό σάλιο.









Το φιλί εδώ και εκατομμύρια χρόνια επιτελεί την ίδια λειτουργία: να ισχυροποιεί τους δεσμούς του ζευγαριού. H άποψη αυτή επιβεβαιώνεται κι από ορισμένους επιστήμονες οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το φιλί είναι ένας τρόπος ανταλλαγής οργανικών μεταλλικών αλάτων και σμήγματος, ουσίας που αφθονεί στο εσωτερικό μέρος των χειλιών. Φαίνεται ότι το σμήγμα βοηθά στην εδραίωση των συναισθηματικών δεσμών, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε ορισμένα ζώα. Για παράδειγμα, τα πουλιά θρυμματίζουν κατά τη διάρκεια της ερωτοτροπίας τους την τροφή, σπρώχνοντάς τη στο στόμα του συντρόφου τους πριν προχωρήσουν στο ζευγάρωμα. Επίσης έχει παρατηρηθεί ότι αν αφαιρέσουμε στο ένα από τα δύο πουλιά τους σμηγματογόνους αδένες, αυτό δεν μπορεί να αναπαραχθεί.


*Για καλύτερη θέαση των φωτογραφιών, αρκεί ένα κλικ πάνω τους...


ΠΗΓΗ: Focus...

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Digital Camera

Geocities:Νίκος Καββαδίας

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι...

[]


A, να, ήρθες συ με την αόριστη

γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,
κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου.
Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.
Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει
μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,
που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν
η λάμπα μου —άφισα επίτηδες να σβύνει—
εθάρρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου,
με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες· ως θα ήσουν
μες στην κατακτημένην Aλεξάνδρεια,
χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,
ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνισθούν
οι φαύλοι —που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη».

Κ.Π.Καβάφης



Τ ΕΛΕΙΩΝΑ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ όταν ένα γεωγραφικό όνομα με αναστάτωσε σαν κάτι το ανυπόφορα γνώριμο.
Κι ύστερα έφταναν, με μαθηματική αναγκαιότητα, ένα ένα τα στοιχεία που αποκρυπτογραφούσαν την ονομασία.
Πρώτα τα όνειρα με οδηγούσαν σε μια πολυπληθή και ποικιλόχρωμη πόλη με άνετους δρόμους και πολλές γλώσσες.
Έβλεπα τον εαυτό μου, μια φιγούρα πολύ λυγερή, πολύ αχνή, όπως μια νοητή γραμμή, να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα, και μετά να προσεύχεται σ’ έναν άγνωστο θεό, ανώνυμο στην ομίχλη του ύπνου, μέχρι που η κατοπινή μου γνώση του έδωσε όνομα: τον έλεγαν Σέραπι.
Μου άρεσε τότε, παραδαρμένη σε μιαν αδυσώπητη εφηβεία, να τριγυρίζω σε λαϊκές αγορές, όχι για ψώνια αλλά για να βλέπω το ετερόκλητο και παρδαλό πλήθος, που θύμιζε τις μορφές του ύπνου. Τότε θα ήθελα τον οικουμενισμό του προγόνου μου του Μεγαλέξανδρου, να βλέπω αλλοδαπούς, να ακούω αλλόγλωσσους, να έχω στο σπίτι μου μικρά ενθυμήματα από όλες τις χώρες του κόσμου.
Φανταζόμουν την λαϊκή αγορά της συνοικίας μου σαν μικρογραφία της πόλης του ονείρου μου.
Περπατούσα με την φαντασία μου στους δρόμους της, κάποιες στιγμές λαχταρούσα να δω τον ποιητή της να σέρνει τα κουρασμένα του βήματα και να παρατηρεί τα πάντα, με την οξύνοια μεσαιωνικού φιλολόγου, δίχως να μιλά, γιατί ο άρρωστος λάρυγγάς του ήταν το προστάδιο του θανάτου του. Κι όντως μετά από τρία χρόνια πέθανε. Ήμουν τόσο παρασυρμένη από την ποίησή του, εγώ, μια έφηβη των ελληνιστικών χρόνων, που δεν θρήνησα όταν έχασα μια τέτοια πόλη, όπως κι ο Αντώνιος, και που γνώριζα πολύ καλά τους νέους του ποιητή: είχα συμπροσευχηθεί με τον Μύρη στο Σεράπιο και τον άκουσα να ψιθυρίζει «τη εξαιρέσει εμού», είχα γνωρίσει τον Λάνη, υιόν του Ραμετίχου Αλεξανδρέα, τον Ραφαήλ, τον Καισαρίωνα, τον Οροφέρνη Αριαράθου, ακόμη και τους ανώνυμους νέους που τριγύριζαν τις νύχτες με ωχρά πρόσωπα και μάτια κομμένα.
Όταν πέθανε επομένως ο ποιητής δεν κατάλαβα την απώλεια, αφού ζούσα με την ποίησή του.
Τότε μου άρεσε αυτή η παρηκμασμένη ομορφιά, η σύνθετη τέχνη, η κάπως κραυγαλέα, και ο θρησκευτικός συγκρητισμός: κάθε θεός ήταν εφοδιασμένος με ποικίλα σύμβολα, που δήλωναν εθνικότητες των πιστών. Τότε λατρεύαμε την Ίσιδα που ταυτιζόταν με την Αφροδίτη, την Τύχη και την Δήμητρα.

[…]










Στηνεφηβεία μου είχα έναν διακαή πόθο: να βρεθώ στην πόλη του ονείρου τρελά ερωτευμένη.

Διέθετα την πόλη και το αίσθημα, έλειπε μόνο το πρόσωπο. Έτσι αποφάσισα να ψάξω σε διάφορες εποχές.
Ήθελα να ξυπνώ αργά, να κατεβαίνω στην παραλία των μεσογειακών δυνατών κυμάτων, πανέμορφη, αλλόκοτη και ερωτική, και να βρίσκω όλη την συντροφιά των φίλων να με περιμένει ανυπόμονα.
Ποιο ήταν το όνομά μου; Θα μπορούσα να διαλέξω από δεκάδες ονόματα, αλλά δεν θέλω.
Θα μείνουμε κι οι δυο μας ανώνυμοι, σαν νεκροί από χιλιάδες χρόνια.
Ήσουν κι εσύ εκεί, στην παραλία. Άρχιζε ο έρωτάς μας κρυφός και δυνατός, τρεφόμενος από τα παιδικά μου καμώματα που ξετρέλαιναν την φαντασία σου.
Στην πόλη του ονείρου μου έβρεχε συχνά, άλλοτε με δυνατές μπόρες που ζητούσαν να την ξεπλύνουν από τα πολλά της ανομήματα-αφού είχε τόσους βασιλείς, τόσες ανθρωποκτονίες και αιμομιξίες-κι άλλοτε σιγοψιχάλιζε κατανυκτικά σαν νυχτερινή προσευχή, γιατί η έρημός της πλημμύριζε από ασκητική ψυχοβολή.
Αρκετές φορές στεκόμασταν κάτω από τον φοίνικα της συνοικίας μας και κοιταζόμασταν… Ερωτευτήκαμε γιατί ξέραμε κι οι δυο καλά, μολονότι δεν το ομολογήσαμε ποτέ, πως ξαναϋπήρξαμε εδώ, σ’ αυτήν ακριβώς την πόλη, κι όχι κατά τον εμπεδόκλειο τρόπο σαν νέος και νέα, θάμνος και ιχθύς, αλλά ίδιοι, άνδρας και γυναίκα, πάντα ερωτικοί και πάντα χαμένοι μες στις εποχές.



Κάποτε, στα δεκαεπτά μου χρόνια, χωμένη στην αγκαλιά σου μετά από ένα ερωτικό μας σμίξιμο, σε ρώτησα: «Τι θα κάνουμε αν η φαντασία γίνει ευχή και πραγματοποιηθεί; Ποιος θα την αντέξει; Πώς αντέχεται η υλικότης των φαντασιώσεων; Πώς τα ένυλα φαντάσματα;»

Με κοίταξες απορημένα, σαν να μην σε είχε απασχολήσει τι θέμα. «Δεν ξέρω», απάντησες αμήχανα. «Μην φεύγεις όμως από την στιγμή, άσε τις υποθέσεις. Μείνε εδώ, τώρα. Δεν έχεις ποτέ παρόν…»συμπλήρωσες με υπονοούμενο, αφήνοντας την πρόταση ανοιχτή για πάντα.

Άργησα να καταλάβω πώς δεν ήσουν διατεθειμένος ή καλύτερα δεν μπορούσες να αντέξεις την υλοποίηση των φαντασιώσεων.

Ούτε ήσουν καλός στους υποθετικούς λόγους.

Κι ακόμη δεν γνώριζες ούτε μυθολογία, για να μάθεις πως οι γυναίκες ταυτίζονται και γίνονται πόλεις.

Παρέμεινα όμως κοντά σου ελπίζοντας να κατανοήσεις την πόλη και εμένα.

[…]
♪♪♪ Φάτα Μοργκάνα

Κ. Π. Καβάφης, Καισαρίων

Ελένη Λαδιά, Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι, Εστία 2006

Τα Πορτρέτα του Φαγιούμ

Από τα Πορτραίτα του Φαγιούμ στις Απαρχές της Τέχνης των Βυζαντινών Εικόνων


Από τα πορτρέτα του Φαγιούμ στον Τσαρούχη

Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

Ζεϊμπέκικο για Φωνή και Φιλί...









Αστέρι μου έμεινες μόνο, μισό, μέσα μου έλαμψες στο δειλινό
τι παράξενη σου εκείνη η αγάπη στα χαμένα αναζητώ
γίνανε οι μέρες νύχτες να μην ξέρω πια αν θα σωθώ


Παρ' τα βήματά σου, παρ' τα χρόνια τα βαριά σου
δες τα όνειρα πετάνε μακριά σου
σήκωσε το βλέμμα έλα φτιάξε μου ένα ψέμα
έτσι να το πιω γουλιά γουλιά κοντά σου


Πέφτεις απάνω μου δάκρυ αλμυρό
κόμπος στα χείλη μου στον στεναγμό
όλα αυτά που ήρθαν για να τα ζήσω
ένα τίποτα, ένα γιατί
τι απ' όλα να κρατήσω πώς να ξεκινήσω απ' την αρχή;


Παρ' τα βήματά σου, παρ' τα χρόνια τα βαριά σου
δες τα όνειρα πετάνε μακριά σου
σήκωσε το βλέμμα έλα φτιάξε μου ένα ψέμα
έτσι να το πιω γουλιά γουλιά κοντά σου


Πάρ' τα βηματά σου


Στίχοι-Μουσική:Δημήτρης Ζερβουδάκης


Φωτογραφία: Eve Arnold

Ο Μάνος Χατζιδάκις για την παράδοση...

Ο Μάνος Χατζιδάκις για την παράδοση...
Ένα κείμενο επίκαιρο, αντίδοτο στην βλακεία που διεκδικεί εύσημα πατριωτισμού... με ένα "κλικ" στην εικόνα διαβάστε το...

Μάθε πόσο μετράει η υπογραφή σου...