Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Ανοιχτό Σχολείο Μεταναστών Πειραιά… μια εμπειρία ζωής.

.












Μιλάω στά δέντρα περσικά

Ἐγώ εἶμαι ξένος.

Μιλάω στά δέντρα περσικά.

Τά δέντρα μοῦ ἀποκρίνονται.

Μέσα σ' αὐτήν τή συγγένεια

δέν εἶμαι ξένος

Φερεϋντούν Φαριάντ


Φορούσαν και οι δύο μαύρα κοστούμια.

Ο ένας με έντονο πορτοκαλί πουκάμισο κι ο άλλος με μαύρο ριγέ.

Μελαχρινά πρόσωπα, μεγάλα μάτια, ευγενικό βλέμμα.

Ντυμένοι και οι δύο στην πένα… ο Σοχίλ και ο Ικμπάλ.

Ούτε κόκκος σκόνης δεν είχε ακουμπήσει πάνω τους.

Είχαν φορέσει τα καλά τους γιατί ήταν ημέρα γιορτής, Η γιορτή για το τέλος της Σχολικής Χρονιάς 2008-2009, του Σχολείου Μεταναστών Πειραιά.

Είχαν φορέσει τα καλά τους για να συναντηθούν με τον Ελληνικό Πολιτισμό, με όχημα την γλώσσα και την ποίηση.

Όλοι είχαμε φορέσει τα καλά μας. Οι μετανάστες-μαθητές του Σχολείου, οι δάσκαλοι, οι φίλοι… όλοι.

Στην πόρτα υποδεχόταν τον κόσμο, σπεύδοντας να δώσει σε όλους το πρόγραμμα της γιορτής, ένας Ινδός μαθητής. Στο πρωτόκολλο η Βάσω και κατόπιν εγώ. Στην υποδοχή η Κάτια και ο Γιώργος… γενικών καθηκόντων η Μαλάμω, τελετάρχες, πανέμορφοι και ζεστοί, με δυο γαλάζια χάρτινα καράβια στα χέρια να μας ταξιδεύουν, η Θοδώρα και ο Γιάννης.

Το μουσικό χαλί διακόπτεται για ν’ ακουστεί το καλωσόρισμα σε εννέα γλώσσες…

Αμέσως μετά η Θεοδώρα καλεί τον ποιητή Φαριάντ Φερεϋντούν να μας μιλήσει. Τον προσκαλεί μιλώντας στη γλώσσα του, περσικά, εκείνος της απαντά ελληνικά.

Η στιγμή είναι φορτισμένη… Οι στίχοι του ποιητή επιβεβαιώνονται…

«Δεν είμαι ξένος.»

Αρχίζουμε όπως όλες οι σχολικές γιορτές, με προσευχή. Το «Πάτερ υμών» από τον Ικμπάλ και η «Αλ Φατέχα» από τον Σοχίλ. Ο κόσμος χειροκροτά.

Ποιες είναι αυτές οι δασκάλες που κατάφεραν έναν Μουσουλμάνο να διαβάσει μια Χριστιανική προσευχή; Και με ποιο τρόπο έγινε αυτό;

Η Μαρία και η Μαρώ… θα άξιζε να τις γνωρίσετε… γλυκές και ζεστές, γεμάτες αγωνία για το αν θα κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Η μέθοδος «πειθούς» που εφαρμόζουν είναι η αποδοχή, ο σεβασμός και η αγάπη. Απλή μέθοδος.

Ξαφνικά το προαύλιο πλημμυρίζει από λόγος καθαρό και σταράτο.

«Σκέψεις ενός ξενιτεμένου για τη μετανάστευση.»

Δυο είναι οι ξενιτεμένοι που μιλούν αλλά τους εκφράζουν όλους.

«Πρέπει κάποτε να καταλάβομε πως η ανθρώπινη ζωή χάνει την αξία της, πουλιέται κι αγοράζεται φτηνά, πολύ φτηνά, όταν δεν έχει ελπίδα…»

«Γιατί τελικά μετανάστες είμαστε όλοι, και η χαμένη πατρίδα που ψάχνουμε, είναι η καρδιά μας που αφήσαμε πίσω…»

Η συγκίνηση από τα λόγια τους, η αλήθεια που περιέχουν, γεμίζουν τα μάτια μας δάκρυα που δεν στεγνώσαν ως το τέλος…

Μπρεχτ και Ρίτσος για την συνέχεια από τους μαθητές του Φώτη… Ποιος είναι ο Φώτης που διδάσκει ποίηση; Αυτός ο αποκοτιά…ρης τύπος που είχε την έμπνευση της ίδρυσης του Σχολείου. Έτσι απλά το σκέφτηκε και η σκέψη έγινε πράξη.

Ο Χρήστος επέλεξε ελληνικά παραδοσιακά στιχάκια για τους μαθητές του. Είναι ο πιο έμπειρος από όλους μας στην διδασκαλία της ξένης γλώσσας και είναι αυτός που μας επιμορφώνει τακτικά… να είναι καλά.

Ένα κινέζικο παραμύθι στα ελληνικά από την Τσιν Ιη, μαθήτρια της Κάτιας και ένα παραδοσιακό τραγούδι από το Πακιστάν από τον Μουναβάρ, μαθητή του Σέργιου.

Ω, μην τα νομίζετε απλά πράγματα… Το να διδάξεις σε ανθρώπους, που η γλώσσα τους και η γραφή τους δεν είναι συλλαβικές, την έννοια του σχηματισμού των συλλαβών με γράμματα… είναι άθλος.

Ο Στράτος, η Μαριτίνα, η Ιωάννα, η Τζένη, ο Γιάννης, η Θεοδώρα… συνεργάστηκαν…

Οι μαθητές τους βροντοφώναξαν «δεν είμαι ξένος».

Διάβασαν Ρίτσο και Φερεϋντούν, παραδοσιακά στιχάκια, κείμενα που έγραψαν μόνοι τους…

Οι μαθητές της Ελένης αφηγήθηκαν ιστορίες από τον τόπο τους…

Η Βίβιαν και η Ρόζα παρουσίασαν με τους μαθητές τους-σε διασκευή-το θεατρικό έργο «Ένας στους δέκα» του Λαέρτη Βασιλείου…

Εκεί στην Παλιά Κοκκινιά με τις Προσφυγικές μνήμες, δεν μπορέσαμε να μην ταυτιστούμε με τους νεκρούς των συνόρων, με την γενιά χωρίς ελπίδα…

Έτσι, μ’ αυτή τη φόρτιση του πόνου και της απώλειας, πιαστήκαμε σε κύκλο, με τους μαθητές της Μαρίας…

Οι πακιστανοί και οι Ινδοί μαθητές τη Μαρίας… οι δάσκαλοι κι οι καλεσμένοι… σ’ έναν μακρύ χορό της ξενιτιάς…

«Γιάννη μου το μαντήλι σου…», χορέψαμε, κι η ξενιτιά έπαιρνε άλλο νόημα, γινόταν πατρίδα.

Γινόταν πατρίδα για να στεγάσει το τρελό κέφι, το χορό, το κρασί, τους ατελείωτους μεζέδες…

Έλληνες χόρευαν σε τρελούς πακιστανικούς ρυθμούς από τους «Μπατ και Ματού» και Πακιστανοί χόρευαν ζεϊμπέκικο από τους «Χωρίς Πρόβα»…

Και μη νομίζετε πως δεν είχαμε και «Ενδεικτικά» όπως κάθε σωστή μαθητική γιορτή… Είχαμε.

Ο Αχιλλέας, που όλο το χειμώνα έχει την ευθύνη της Γραμματείας του Σχολείου, έδωσε την χαρά του να έχουν, όλοι όσοι φοίτησαν κανονικά, «ένα χαρτί στα χέρια τους» με «σφραγίδα και υπογραφή»…

Τελείωνε η βραδιά, τελείωνε η χρονιά…

Μαζεύαμε καρέκλες… φεύγαμε…

Ποιος ξέρει αν θ’ ανταμώναμε του χρόνου. Πού θα μας είχε σπρώξει τον καθένα ο άνεμος της ζωής…

Μου ήρθαν στο νου άλλοι μαθητικοί αποχαιρετισμοί, δάκρυσα…

Είχα την ανάγκη ενός φίλου να τα μοιραστώ όλα αυτά.

Να πω με πάθος: Ήθελα να ήσουν εδώ. Ήθελα να το δεις, να το ζήσεις… Να δεις τους Κινέζους να διαβάζουν Ελληνική Ποίηση, τους Πακιστανούς να χορεύουν Ηπειρώτικά, τους Έλληνες να αγκαλιάζονται με όλους…

Είχαμε γίνει όλοι μια φυλή, η Ανθρώπινη…

Μια χώρα… ο Κόσμος.

Είχαμε γνωρίσει ο ένας τον άλλο.

Είχαμε γίνει ένα… με όχημα τον πολιτισμό, την γλώσσα, την μουσική και την ποίηση.

Κανείς δεν ήταν ξένος εκείνο το βράδυ.

Μιλώ στα δέντρα ελληνικά

Τα δέντρα μου αποκρίνονται

Δεν είμαι ξένος




Ελένη Λ.



.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Σύντροφοι... δεν βρέχει.

.


Κι ενώ οι εξελίξεις και το εκλογικό αποτέλεσμα προκαλούν μικρούς σεισμούς στο ΣΥΡΙΖΑ… ως να ήταν πλέον δεδομένα τα αριθμητικά αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων και όχι απλά… δημοσκοπήσεις…


... o μικρός Αλέξης δηλώνει για τον Αλέκο: «πολλά τα αποφασίζαμε μαζί…».


Κοινώς… «Μη μου λες εμένα κυρ-Αλέκο μου ότι μπορεί και να έχω προσωπικές ευθύνες. ΜΑΖΙ ΤΑ ΚΑΝΑΜΕ.»

Κι επειδή εγώ είμαι μικρός και μικρότερος… ΤΑ ΦΤΑΙΣ ΟΛΑ ΕΣΥ… Αμ, πώς;


Κάτι τέτοιο έκανε κι ο Αδάμ όταν εγκαλέστηκε από τον Θεό για το προπατορικό αμάρτημα… «Δεν φταίω εγώ», είπε, «η γυναίκα που μου έδωσες ΕΣΥ φταίει.».


Και ερωτώ εγώ… Είπε ο σ. Αλέκος ότι φταις ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΕΣΥ;

Μήπως δεν μίλησε για ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ και ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ που έφεραν αυτό το αποτέλεσμα;


Μήπως έχουμε τη μύγα καλό μου;


Μήπως πράγματι δεν ήταν συλλογικές αυτές οι πολιτικές επιλογές;


Μήπως η επιλογή Χουντή ήταν όντως προϊόν «ΣΚΛΗΡΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ» και «ΚΑΠΕΛΩΜΑΤΟΣ» για να φαγωθεί ο Παπαδημούλης;


Μήπως είναι αλήθεια ότι πέσαμε για άλλη μια φορά στην παγίδα των εντυπώσεων και των δημοσκοπήσεων;


Και τελικά, αν θέλαμε ένα πολιτικό χώρο που να εκφράζει την αντιευρωπαϊκή πολιτική, μήπως δεν ΕΙΧΑΜΕ ήδη έναν;

(ξέρετε ποιόν… μην πω και με πιάσουν στο στόμα τους…)


Ο Αλαβάνος πήρε το προσωπικό μερίδιο ευθύνης. Ακόμη και αν υπάρχουν τάσεις αγιοποίησής του, το βέβαιο είναι ότι η παραίτησή του, έστω, θα θορυβήσει κάποιους από το χώρο της αριστεράς.


Μένει να δούμε τη στάση των υπολοίπων… και δεν μιλώ για παραιτήσεις αλλά για ανάληψη ευθυνών και ξεκάθαρο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟ.


Να δούμε αν ο ΣΥΝ θα μπορέσει να θεραπευτεί από τον μικρομεγαλισμό που τον διακρίνει…


Αν θα τοποθετηθεί σαφώς εκφράζοντας θέσεις και όχι μόνο αντι-θέσεις για το τώρα και το μέλλον αυτής της χώρας.


Αν θα ξεπεράσει την πολιτική της «ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ» και του «Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΙΣΤΩΣΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΡΕΥΜΑ ΑΠΟ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ»…


Όσο για την πολυσυζητημένη ενότητα της αριστεράς… λυπάμαι που το λέω σύντροφοι, πάλι σύριζα πέρασε…



.


Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Μεθώ ακόμη με θαύματα...

...



Θα ‘ρθεις

Ως να ιδρώσουν τα σταφύλια

Θα έχεις έρθει



Φίλε, η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασε

Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,

που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε

και με την πίκρα κάποτε της πείνας.


Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου

τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,

παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,

με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.


Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου

και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.

Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου

κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.


Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο

που επίναμε για να ξαναζητήσω.

Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,

όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.


Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας

στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.

Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,

και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.*



Ρώτησα κάποτε τους μαθητές μου: Καταλαβαίνεται τι είναι το θαύμα;

«Ναι, Κυρία!», είπε ο πιο μικρός, «Θαύμα είναι που ποτίζουμε το αμπέλι και το νερό γίνεται μέσα στο σταφύλι κρασί.»



«[…] κι ο κεραστής σαν παίρνη
απ' το κροντήρι το κρασί και χύνη στα ποτήρια.
Στον κόσμο τ' ομορφότερο λογιάζω αυτό πως είναι.»**



Φόρεσε κατάσαρκα την βροχή και τον ήλιο

Είχε διανύσει δρόμους και κόσμους

Είχε φτάσει κι είχε ξαναφύγει

Είχε πεθάνει και είχε αναστηθεί

Ήταν επιτέλους δικός μου



Θα 'ρθω να σε πάρω μια βραδιά με φεγγαράκι

στους δρόμους τα φανάρια ανοιχτά για την αγάπη.

Πράσινα φανάρια στη σειρά

και στους καθρέφτες δυο φεγγάρια.


Πάμε ξανά στα θαύματα όπως μια φορά.

Κι αν δεν μας αφήσει η αγάπη στα μισά

Αίγινα θα πιάσουμε και Σύρα κι Ικαριά,

λύσε τα σχοινιά.

Ασημένιο μονοπάτι στην πλώρη μου

το φεγγάρι στα νερά,

καλοτάξιδο κορμάκι, βαπόρι μου,

πήγαινέ μας στ' ανοιχτά.


Όνειρο θα γίνω και θα 'ρθω να σε κοιμίσω

και όσα ονειρευτήκαμε μαζί να σου θυμίσω.

Όνειρα που κάναμε κι οι δυο

πάνω στο ίδιο μαξιλάρι.***



Μα πώς ήταν δυνατόν;

Πώς θα ξυπνούσαμε ίδιοι μετά το θαύμα;








*Σε παλιό συμφοιτητή

Ποίηση:Κώστας Καρυωτάκης

Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου

Πρώτη εκτέλεση: Ελευθερία Αρβανιτάκη


**Ομήρου Οδύσσεια, μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη


***Πάμε ξανά στα θαύματα

Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς

Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου

Πρώτη εκτέλεση: Ελευθερία Αρβανιτάκη



Φωτογραφίες: Λευτ. Περογαμβράκης, andreas.



Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

Θα ψηφίσεις.

...


Θα ψηφίσεις.
Δεν γίνεται αλλιώς.
Θ’ αποφασίσεις εσύ για σένα.

Σου περνάνε το μήνυμα ότι και που θα ψηφίσεις δεν αλλάζει τίποτα…
Μωρ’ τι μας λένε;
Έχουμε δει τι αλλάζει…
Το βλέπουμε τόσα χρόνια που κυβερνά τον τόπο η Ν.Δ ... αλλάζουν τα πράγματα προς το χειρότερο.

Όταν εσύ που είσαι ενοχλημένος, θυμωμένος, απελπισμένος…
Όταν εσύ που διαψευστήκαν τα όνειρα και τα οράματά σου, δεν ψηφίζεις…
ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ.

Όταν εσύ δεν πας να ψηφίσεις, ψηφίζουν αυτοί για σένα.

Γι αυτό σου λέω: Θα ψηφίσεις.


.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Ελένη Λαδιά... Τα Ηλιοτρόπια

...

Σας κοίταζα κι έρχονταν στο νου μου άνθη. Είχατε ήδη τακτοποιηθεί στη φελούκα μου, που ήταν αγκυροβολημένη στις όχθες του Νείλου. Αυτόχθονα κορίτσια αυτής της γης, που, μολονότι εισβολέας της, έγινε και δική μου.




Καθισμένες στο δάπεδο της φελούκας σε ημικυκλική διάταξη, με το κουπί στο μέσον να τέμνει το χώρο μοιράζοντάς σας σε δύο ομάδες. Τρεις δεξιά και τρεις αριστερά.

Δε θυμάμαι τα ονόματά σας, ούτε τις φυσιογνωμίες σας. Μόνο το έβδομο κορίτσι θυμάμαι, που στεκόταν όρθιο πάνω στη φελούκα, μια λυγερή, μικρή καλαμιά, που τη φώναζαν Σάμια. Δεκαπεντάχρονα άνθη ήσασταν, λίγο παραπάνω ίσως ή παρακάτω από το χρόνο, δεν είχε σημασία.



Κι εγώ νέος, ντυμένος σε κατάλευκη κελεμπία, στεκόμουν στην άκρη της φελούκας, έτοιμος να τη σπρώξω και να την κυβερνήσω στα πυκνά, ποταμίσια ύδατα. Υπήκοος και λάτρης του ποταμού, γνώριζα τις μικρές του ιδιοτροπίες και τα υγρά του περάσματα.

Σας κοίταζα με κρυφές, έντονες ματιές. Γι' αυτό και η σκηνή καρφώθηκε στη μνήμη μου, έγινε λαβωματιά, που δεν επουλώθηκε με το πέρασμα του καιρού.

Μου θυμίζατε, καθώς σας έβλεπα, τοιχογραφίες που οι παλαιοί σας πρόγονοι ζωγράφιζαν στους νεκρικούς θαλάμους και τους μαστραμπάδες.



Κορίτσια που μοιάζατε μεταξύ σας, όμοια σχεδόν, με ανεπαίσθητες διαφορές, όπως τα άνθη, μαλλιά μαύρα μέχρι το λαιμό, μάτια που το χρώμα τους ξεθώριασε μέσα στο χρόνο, πρόσωπα με το ίδιο ανέμελο και επικίνδυνο χαμόγελο της ηλικίας. Θα μπορούσα να σας ερωτευτώ όλες μαζί, όπως κανείς θαυμάζει ένα σμάρι πουλιά που πετούν ή μικρά, λευκά σύννεφα που ταξιδεύουν στην ίδια κατεύθυνση. Θα μπορούσα, όχι μόνο γιατί το επέτρεπε η θρησκεία μου, αλλά γιατί το γύρευε και η ψυχή μου, να σας σφίξω στο στήθος μου, όπως ένα πανέρι με χουρμάδες.

Όμως, από όλες τις φανταστικές μου απόπειρες ξέφευγε η Σάμια, στεκόταν όρθια, το χέρι της ακουμπούσε σ' ένα από τα κεφάλια των κοριτσιών, κι, όπως φορούσε μακρύ ένδυμα μέχρι τα νύχια των ποδιών, θύμιζε πανάρχαιη ιέρεια. Τα δικά της μαλλιά ήταν μακρύτερα, μαύρα και ολόισια κάλυπταν τους ώμους.



Σάμια, σκέφτηκα τότε και σ' ερωτεύτηκα αστραπιαία και παράφορα. Κι αμέσως τα άλλα κορίτσια έσβησαν, έκλεισαν τα πρόσωπά τους όπως τα νυχτολούλουδα, κι απέμειναν μόνο σκιές σαν πλαίσιο του έρωτά μου.

Θυμάσαι πού σας πήγαινα με τη φελούκα μου, Σάμια; Τι θυμάσαι μετά από είκοσι χρόνια που πέρασαν; Λησμόνησες το βαθύ, ερωτικό βλέμμα που κρυφά σε ανίχνευε; Σ' όλη τη διαδρομή φανταζόμουν πως ταξιδεύαμε αδιάκοπα μόνον οι δυο μας, ξεφεύγοντας από το πλέγμα του χρόνου, και διασχίζαμε τα πυκνά ύδατα του Νείλου απαλά, όπως τα δάχτυλά μου θα ψηλάφιζαν το σώμα σου.



Ο ήλιος μάς φώτιζε με μια ασυνήθιστη γλυκύτητα. Γύρισα και σας κοίταξα. Τα πρόσωπα των κοριτσιών είχαν στραφεί προς το θερμό του φως, το βλέμμα τους χρύσιζε από τις ακτίνες του. Τότε σχεδόν ψιθύρισα, αλλά το ακούσατε: Αμπάντ ελ Σαμς, λάτρεις του ήλιου!

Θυμάμαι πως χαμογελάσατε με την παρατήρησή μου. Μόνο εσύ δε χαμογέλασες, Σάμια, το πρόσωπό σου είχε την ίδια σοβαρότητα.

Θυμάσαι, λοιπόν, πού σας πήγαινα;

Ήταν μια δική σας εορτή και θα επισκεπτόσασταν στην απέναντι όχθη ένα μοναστήρι. Και εγώ ο αλλόφυλος και αλλόθρησκος γινόμουν οδηγός σ' αυτό το σύντομο ταξίδι, το ανεξίτηλο, όπως η αιωνιότητα.

Τότε κάτω από το φως του ήλιου, στη γη μας, Σάμια, σε πήρα μακριά και σε ξάπλωσα στο έδαφος.



Στην πραγματικότητα τραβούσα το κουπί, αμίλητος και ντροπαλός.

Όμως, μεγάλος ο Θεός, μας δώρισε τη φαντασία, γιατί μέσα σ' αυτήν ενώθηκα μαζί σου. Σου φιλούσα τα μαλλιά, το λαιμό, τα χέρια, κι ας μας χώριζαν ουσιαστικές διαφορές, εγώ τις ξεπερνούσα, τρελός από έρωτα, σου άγγιξα τα χείλη, κι εσύ σχεδόν λιποθύμησες. Σκέφτηκα ότι φοβήθηκες την τιμωρία του Θεού σου. Όμως, κι εγώ φοβήθηκα, Σάμια, κι απέμεινα απολιθωμένος να σε κοιτάζω. Είχα αγγίξει νοερώς τον θανατηφόρο καρπό του παραδείσου.

Τότε τράβηξα κουπί δυνατότερα να επιταχύνω το χρόνο, για να σβήσει την εικόνα του νου μου. Ήμουν, όμως, αιχμάλωτος αυτού του έρωτα, που γνώριζα, αλίμονο, ότι ήταν απαγορευμένος και χωρίς διάρκεια. Ντράπηκα για την ανοησία μου, μίλησα για διάρκεια, περιγράφοντας κάτι το φευγαλέο, το ανύπαρκτο.

Ο Νείλος μού φαινόταν μελαγχολικός, ατάραχα κυλούσαν τα νερά του και έθλιβαν την ψυχή μου.



Πού να βρίσκεσαι τώρα, Σάμια, μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια; Θυμήθηκες, άραγε, ποτέ τον νεαρό φτωχό φελάχο, που σας ταξίδεψε;

Εγώ, ώριμος άντρας πια, έχοντας πίσω μου μια πολυμελή οικογένεια, τραβώ ακόμη κουπί στα ποταμίσια ύδατα, μεγάλωσα και άσπρισα εδώ, μεροκαματιάρης του Νείλου. Σ' αυτές τις εικοσάχρονες διαδρομές, σε θυμήθηκα πολλές φορές και μελαγχολούσα, σαν να άκουγα τον λυπητερό ήχο του σουραυλιού.

Από όλα τα κορίτσια της φελούκας, εσύ ήσουν το πιο στοχαστικό. Κοιτούσες μακριά, χανόταν το βλέμμα σου στον ορίζοντα, γινόταν αύρα και άνεμος. Φαινόταν πως ξεπερνούσες τα εγκόσμια, αφήνοντας καταμεσής του ποταμού τον φτωχό σου λάτρη να δέρνεται από τη φαντασίωσή του. Αλήθεια, πολλές φορές σε νοστάλγησα αυτά τα χρόνια, ξαναζώντας το φανταστικό άγγιγμα των χειλιών σου.

Όταν φτάσαμε στην απέναντι όχθη, πρώτη εσύ κατέβηκες από τη φελούκα μου, χαιρετώντας μ' ένα σοβαρό κούνημα του κεφαλιού. Κατάλαβα πως ο νους σου ήταν δοσμένος στο προσκύνημα.


Τι να απέγινες, Σάμια; Καλόγρια, άραγε, βουτηγμένη στις προσευχές και τα θυμιάματα; Ζεις ή έχεις πεθάνει από κάποια αιφνίδια ασθένεια; `Η, μήπως, ώριμη γυναίκα πια, κατατρώγεσαι από τα οικογενειακά σου βάρη; Τι να υπάρχει από το λεπτό, αιθέριο σώμα σου, το ντυμένο με το μακρύ φόρεμα, που σε μεταμόρφωσε σε μικρή ιέρεια;

Όσο είμαι δεμένος εδώ, καρφωμένος σε τούτη τη γη, τη μαύρη και εύφορη, οδηγώντας καθημερινά τη φελούκα μου, όσο διασχίζω αυτό το τεράστιο ποτάμι, το απέραντο σαν τη θάλασσα και βλέπω τα νερά του, άλλοτε μολυβένια κι άλλοτε διάφανα, δε θα μπορέσω να σε λησμονήσω ποτέ.

Είχατε κατεβεί όλες και πήρατε το δρόμο για το μοναστήρι. Η φελούκα μου άδειασε, γλάστρα δίχως άνθη, και ο ήλιος δε φώτιζε πια. Τα μικρά ηλιοτρόπια λύγισαν το μίσχο τους και έσβηναν...

Δε θελήσατε να σας περιμένω για την επιστροφή. Κάποιος άλλος βαρκάρης θα σας εξυπηρετούσε.



Έφυγα μόνος, κι ώρες τραβούσα κουπί, λέγοντας τα παράπονά μου στον ποταμό. Είχα ακούσει πως κάποτε υπήρξε θεός, κι έτσι προσευχήθηκα. Μου απαντούσε το μουρμούρισμα των νερών, αργό, τελετουργικό σαν ψαλμωδία που ξεπηδούσε από πανάρχαιες εποχές.

Ο έρωτας που ένιωσα και δεν πρόλαβε ν' ανθίσει ούτε για μια στιγμή στην πραγματικότητα ζυμώθηκε μ' εκείνη την προσευχή και διασκορπίστηκε στον ορίζοντα. Έρωτας που βουτήχτηκε στο ποτάμι κι έβγαινε ολόδροσος από νοσταλγία, για να στεγνώσει στον ήλιο.

Σάμια, φώναζα ολομόναχος στη φελούκα μου, άγνωστή μου Σάμια, όπως ο ουρανός και ο Θεός, σ' αγαπώ.

Το κουπί χτυπούσε τα ύδατα, συνοδεύοντας τους ρυθμούς της καρδιάς μου. Ο ορίζοντας στένευε, ο ήλιος χάθηκε, το σούρουπο ερχόταν σταθερά, όπως ο χρόνος που φθείρει μια ζωή. Και μέσα από τα ύδατα του Νείλου έβγαινε ένας ήχος μουσικός, ήχος φαραωνικός...



Υστερόγραφο: Το αφήγημα βρέθηκε στις σημειώσεις ενός Έλληνα περιηγητή. Το φαντάστηκε, όπως επεξηγούσε ο ίδιος, όταν είδε μια φωτογραφία που είχε τραβηχτεί πριν από είκοσι χρόνια, σε κάποια περιοχή της Άνω Αιγύπτου. Η φωτογραφία απεικόνιζε εφτά κορίτσια πάνω σε μια φελούκα στις όχθες του Νείλου. Στην άκρη του πλεούμενου έστεκε ο βαρκάρης, έτοιμος να το σπρώξει στον ποταμό...



Το διήγημα συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο της Ελένης Λαδιά «Ο έτυμος λόγος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΑΡΜΟΣ».


Οι πίνακες είναι του Vincent van Gogh


Τρίτη 2 Ιουνίου 2009

Κραταιά ως θάνατος σιωπή.

...


Την άρπαξε ο θάνατος με μιας με μιας απ’ τα μαλλιά
την έφερε δυο σβούρες και την πέταξε πάνω στον τοίχο.

Αιφνίδια.
Απροειδοποίητα.

Ψέματα, δεν ήταν ούτε αιφνίδια ούτε απροειδοποίητα.


Τραμπάλα με το θάνατο έκανε συνέχεια.

Συνέχεια.


Κάποιοι είπαν:

Δεν είχε πνοή να συνεχίσει να παλεύει κι απλά πέθανε.

Άλλοι:
Ήλπιζε.

Εκείνη δεν είπε τίποτα γιατί και τα δυο ήταν αλήθεια.



Ελένη Λ.

2/6/2009




Ο πίνακας είναι του Αντώνη Ζένιου.

Ο Μάνος Χατζιδάκις για την παράδοση...

Ο Μάνος Χατζιδάκις για την παράδοση...
Ένα κείμενο επίκαιρο, αντίδοτο στην βλακεία που διεκδικεί εύσημα πατριωτισμού... με ένα "κλικ" στην εικόνα διαβάστε το...

Μάθε πόσο μετράει η υπογραφή σου...