*
Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».
Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.
Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.
Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.
Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.
*
*
ΠΗΓΗ: ΥΠ.Ε.Π.Θ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ - 2ο Τ.Ε.Ε. Ν. Σμύρνης
Η εικονα είναι από τον Νεραϊδόκοσμο.gr