Τι στο διάβολο είχε πάθει;
Προσπαθούσε να γράψει και δεν της έβγαινε κουβέντα.
Έπαιζαν ένα παιχνίδι με λέξεις. Ένα λογοτεχνικό παιχνίδι παρέα με κάποιους φίλους. Ένα, ας το πούμε, στοίχημα, που στο τέλος τέλος της γραφής δεν ήταν και τίποτα πολύ δ'υσκολο ή υποχρεωτικό. Μια ιστορία κάθε Σάββατο με προκαθορισμένο θέμα.
Σιγά τώρα, σιγά μην κώλωνε αυτή.
Είχε γράψει για θέματα και θέματα, σ' αυτό θα κολλούσε;
Ήταν το τρίτο Σάββατο. Οι συμμετοχές αυξάνονταν και το θέμα αυτή την εβδομάδα δόθηκε νωρίς. Έπρεπε να γράψει για μια “αξέχαστη εμπειρία”.
Σιγά… γεμάτη εμπειρίες αξέχαστες η ζωή της.
Θα έπαιρνε μία, θα την περιποιόταν λογοτεχνικά και θα την αναρτούσε.
Απλό ήταν.
Ξάπλωσε μπροστά της μια λευκή σελίδα κι άρχισε να παίζει με τα δάχτυλα μηχανικά τα πλήκτρα. Μια δυο ιδέες περνούσαν και χάνονταν σαν να έκαναν τσουλήθρα πάνω στη σκέψη της. Εμπειρίες γλιστερές, ανούσιες, που όταν τις είχε ζήσει της φαίνονταν μεγαλειώδεις και αξέχαστες.
Πρόσωπα και καταστάσεις, συναντήσεις, ταξίδια, έρωτες, φιλίες, στιγμές…
Όλα βούιζαν στην σκέψη της αλλά κανένα δεν της καθόταν.
Τα μεγάλα και σπουδαία δεν ήταν εμπειρίες, δεν μπορούσε να τα υποβιβάσει ονομάζοντάς τα “εμπειρίες”. Αυτά ήταν ζωή.
Ο γάμος, το παιδί, οι απώλειες… πώς να τα υποτιμήσει τόσο που απλά να τα πει εμπειρίες; Αυτά έρρεαν μέσα της σαν διαρκής παλμός. Αυτά ήταν εκείνη.
Χαμογέλασε με τη σκέψη!!!
«Ένα παιχνίδι είναι, χαλάρωσε.», ψιθύρισε, «Ακόμη και τίποτα να μην γράψεις, το ίδιο το παιχνίδι, το ότι γνωρίζεις μέσα από αυτό νέους φίλους ή ανταμώνεις με τους παλιούς, η διαφορετική θέαση ενός θέματος από τόσους ανθρώπους, οι αναγνώσεις, τα χαμόγελα, η συγκίνηση που και που... είναι “αξέχαστη εμπειρία”».
Η συμμετοχή μου στο Λογοτεχνικό Σάββατο της Βερόνικα