A, να, ήρθες συ με την αόριστη
γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,
κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου.
Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.
Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει
μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,
που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν
η λάμπα μου —άφισα επίτηδες να σβύνει—
εθάρρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου,
με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες· ως θα ήσουν
μες στην κατακτημένην Aλεξάνδρεια,
χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,
ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνισθούν
οι φαύλοι —που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη».
Κ.Π.Καβάφης
Τ ΕΛΕΙΩΝΑ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ όταν ένα γεωγραφικό όνομα με αναστάτωσε σαν κάτι το ανυπόφορα γνώριμο.
Κι ύστερα έφταναν, με μαθηματική αναγκαιότητα, ένα ένα τα στοιχεία που αποκρυπτογραφούσαν την ονομασία.
Πρώτα τα όνειρα με οδηγούσαν σε μια πολυπληθή και ποικιλόχρωμη πόλη με άνετους δρόμους και πολλές γλώσσες.
Έβλεπα τον εαυτό μου, μια φιγούρα πολύ λυγερή, πολύ αχνή, όπως μια νοητή γραμμή, να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα, και μετά να προσεύχεται σ’ έναν άγνωστο θεό, ανώνυμο στην ομίχλη του ύπνου, μέχρι που η κατοπινή μου γνώση του έδωσε όνομα: τον έλεγαν Σέραπι.
Μου άρεσε τότε, παραδαρμένη σε μιαν αδυσώπητη εφηβεία, να τριγυρίζω σε λαϊκές αγορές, όχι για ψώνια αλλά για να βλέπω το ετερόκλητο και παρδαλό πλήθος, που θύμιζε τις μορφές του ύπνου. Τότε θα ήθελα τον οικουμενισμό του προγόνου μου του Μεγαλέξανδρου, να βλέπω αλλοδαπούς, να ακούω αλλόγλωσσους, να έχω στο σπίτι μου μικρά ενθυμήματα από όλες τις χώρες του κόσμου.
Φανταζόμουν την λαϊκή αγορά της συνοικίας μου σαν μικρογραφία της πόλης του ονείρου μου.
Περπατούσα με την φαντασία μου στους δρόμους της, κάποιες στιγμές λαχταρούσα να δω τον ποιητή της να σέρνει τα κουρασμένα του βήματα και να παρατηρεί τα πάντα, με την οξύνοια μεσαιωνικού φιλολόγου, δίχως να μιλά, γιατί ο άρρωστος λάρυγγάς του ήταν το προστάδιο του θανάτου του. Κι όντως μετά από τρία χρόνια πέθανε. Ήμουν τόσο παρασυρμένη από την ποίησή του, εγώ, μια έφηβη των ελληνιστικών χρόνων, που δεν θρήνησα όταν έχασα μια τέτοια πόλη, όπως κι ο Αντώνιος, και που γνώριζα πολύ καλά τους νέους του ποιητή: είχα συμπροσευχηθεί με τον Μύρη στο Σεράπιο και τον άκουσα να ψιθυρίζει «τη εξαιρέσει εμού», είχα γνωρίσει τον Λάνη, υιόν του Ραμετίχου Αλεξανδρέα, τον Ραφαήλ, τον Καισαρίωνα, τον Οροφέρνη Αριαράθου, ακόμη και τους ανώνυμους νέους που τριγύριζαν τις νύχτες με ωχρά πρόσωπα και μάτια κομμένα.
Όταν πέθανε επομένως ο ποιητής δεν κατάλαβα την απώλεια, αφού ζούσα με την ποίησή του.
Τότε μου άρεσε αυτή η παρηκμασμένη ομορφιά, η σύνθετη τέχνη, η κάπως κραυγαλέα, και ο θρησκευτικός συγκρητισμός: κάθε θεός ήταν εφοδιασμένος με ποικίλα σύμβολα, που δήλωναν εθνικότητες των πιστών. Τότε λατρεύαμε την Ίσιδα που ταυτιζόταν με την Αφροδίτη, την Τύχη και την Δήμητρα.
[…]
Στηνεφηβεία μου είχα έναν διακαή πόθο: να βρεθώ στην πόλη του ονείρου τρελά ερωτευμένη.
Διέθετα την πόλη και το αίσθημα, έλειπε μόνο το πρόσωπο. Έτσι αποφάσισα να ψάξω σε διάφορες εποχές.
Ήθελα να ξυπνώ αργά, να κατεβαίνω στην παραλία των μεσογειακών δυνατών κυμάτων, πανέμορφη, αλλόκοτη και ερωτική, και να βρίσκω όλη την συντροφιά των φίλων να με περιμένει ανυπόμονα.
Ποιο ήταν το όνομά μου; Θα μπορούσα να διαλέξω από δεκάδες ονόματα, αλλά δεν θέλω.
Θα μείνουμε κι οι δυο μας ανώνυμοι, σαν νεκροί από χιλιάδες χρόνια.
Ήσουν κι εσύ εκεί, στην παραλία. Άρχιζε ο έρωτάς μας κρυφός και δυνατός, τρεφόμενος από τα παιδικά μου καμώματα που ξετρέλαιναν την φαντασία σου.
Στην πόλη του ονείρου μου έβρεχε συχνά, άλλοτε με δυνατές μπόρες που ζητούσαν να την ξεπλύνουν από τα πολλά της ανομήματα-αφού είχε τόσους βασιλείς, τόσες ανθρωποκτονίες και αιμομιξίες-κι άλλοτε σιγοψιχάλιζε κατανυκτικά σαν νυχτερινή προσευχή, γιατί η έρημός της πλημμύριζε από ασκητική ψυχοβολή.
Αρκετές φορές στεκόμασταν κάτω από τον φοίνικα της συνοικίας μας και κοιταζόμασταν… Ερωτευτήκαμε γιατί ξέραμε κι οι δυο καλά, μολονότι δεν το ομολογήσαμε ποτέ, πως ξαναϋπήρξαμε εδώ, σ’ αυτήν ακριβώς την πόλη, κι όχι κατά τον εμπεδόκλειο τρόπο σαν νέος και νέα, θάμνος και ιχθύς, αλλά ίδιοι, άνδρας και γυναίκα, πάντα ερωτικοί και πάντα χαμένοι μες στις εποχές.
Κάποτε, στα δεκαεπτά μου χρόνια, χωμένη στην αγκαλιά σου μετά από ένα ερωτικό μας σμίξιμο, σε ρώτησα: «Τι θα κάνουμε αν η φαντασία γίνει ευχή και πραγματοποιηθεί; Ποιος θα την αντέξει; Πώς αντέχεται η υλικότης των φαντασιώσεων; Πώς τα ένυλα φαντάσματα;»
Με κοίταξες απορημένα, σαν να μην σε είχε απασχολήσει τι θέμα. «Δεν ξέρω», απάντησες αμήχανα. «Μην φεύγεις όμως από την στιγμή, άσε τις υποθέσεις. Μείνε εδώ, τώρα. Δεν έχεις ποτέ παρόν…»συμπλήρωσες με υπονοούμενο, αφήνοντας την πρόταση ανοιχτή για πάντα.
Άργησα να καταλάβω πώς δεν ήσουν διατεθειμένος ή καλύτερα δεν μπορούσες να αντέξεις την υλοποίηση των φαντασιώσεων.
Ούτε ήσουν καλός στους υποθετικούς λόγους.
Κι ακόμη δεν γνώριζες ούτε μυθολογία, για να μάθεις πως οι γυναίκες ταυτίζονται και γίνονται πόλεις.
Παρέμεινα όμως κοντά σου ελπίζοντας να κατανοήσεις την πόλη και εμένα.
♪♪♪ Φάτα Μοργκάνα
Κ. Π. Καβάφης, Καισαρίων
Ελένη Λαδιά, Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι, Εστία 2006
Τα Πορτρέτα του Φαγιούμ
Από τα Πορτραίτα του Φαγιούμ στις Απαρχές της Τέχνης των Βυζαντινών Εικόνων
Από τα πορτρέτα του Φαγιούμ στον Τσαρούχη