Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Ελένη Λαδιά... Η Χάρις

...

...

Επανέλαβε συλλογισμένος: «Ναι, ίσως έχεις δίκιο. Ίσως το άλλο όνομα της ελευθερίας να είναι μοίρα».

...

«Δεν ξέρω γιατί αναστατώνομαι τόσο» έλεγε η Ελπίδα κλαίγοντας στον ώμο της Χριστίνας όταν πήγαν στο δωμάτιο της πρώτης. «Αναστατώνομαι που βλέπω τον Βασίλη, προπαντός όταν συναντώ το βλέμμα του, βλέμμα αληθινά πληγωμένου αγριμιού».
Η Χριστίνα της χάιδευε το κεφάλι προσπαθώντας να την καθησυχάσει από τα αναπάντεχα αναφιλητά της. «Έλα σε λίγο θα πρέπει να πάμε για το δείπνο, κι όλοι θα αναρωτηθούν βλέποντας τα κοκκινισμένα σου μάτια. Εγώ δεν μπορώ να το εξηγήσω, κι εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί αναστατώνεσαι. Για μένα αυτός είναι πολύ αντιπαθητικός τύπος. Κι έχω προσέξει ότι σε αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι. Τι στον κόρακα ζητάς απ’ αυτόν; Μήπως είναι έρωτας;»
[…]

«Αυτό θα ήταν απλό και δεν θα προκαλούσε τόσα δάκρυα. Όχι, δεν είναι έρωτας, δεν ερωτεύθηκα ποτέ εγώ. Όμως πώς να το εξηγήσω… μου θυμίζει το κοριτσάκι μου, πολύ έντονα μάλιστα. Και πράγμα παράξενο. Χριστίνα μου, μου το θυμίζει η οσμή του…»
[…]

«Γι αυτό γυρεύω τρόπους να πλησιάσω κοντά του. πηγαίνω με νοσταλγία να ξαναβρώ κάτι από τη Χάρι…»
[…]


...

...

Όλα είχαν μια στερεότυπη τάξη, μέχρι που τελείωσαν το φαγητό.
Τότε, προτού σηκωθούν από τη θέση τους, ακούστηκε η φωνή του Βασίλη, που τους παρακαλούσε να μείνουν, γιατί είχε να τους διαβάσει ένα κείμενο.
[…]

Προτού όμως αρχίσει την ανάγνωση, προς κατάπληξη όλων, ξέσπασε σε αναφιλητά. Τραυλίζοντας και ζητώντας συγγνώμη, τσαλάκωνε συνεχώς το χαρτί στα χέρια του.
Κανείς δεν μιλούσε, ούτε και έκανε κάποια κίνηση παρηγοριάς. Όλοι παρακολουθούσαν καθηλωμένοι, λες και τους βαλσάμωσε ένα αόρατο ραβδί. Ακόμη και ο Ανδροκλής τον παρακολουθούσε ακίνητος, μολονότι το πρόσωπό του ήταν χαραγμένο από ανείπωτη συμπόνια.
Ο Βασίλης σκούπιζε με το ένα χέρι τα δάκρυα, ενώ με το άλλο έσφιγγε το χαρτί. Όταν τελικώς κατάφερε να ηρεμήσει, με βουρκωμένα ακόμη μάτια και με σπασμένη φωνή άρχισε να διαβάζει. Η πρώτη φράση δεν ακουστικέ καλά, κι ήταν σα να απευθυνόταν στον εαυτό του, παρηγορώντας τον: «Κι εσύ, φίλε μου, τι κλαίς;».
[…]
Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό, που ανατρίχιασε τους άλλους ομαδικά, και συμπλήρωσε: «Εξομολογούμαι δημοσίως. Αγαπητοί μου, έχετε μπροστά σας έναν δολοφόνο».
Κάθισε συντεταμένος στη θέση του κι έκρυψε με τα χέρια του το πρόσωπό του. λυγμοί τον συντάραξαν και κάλυπταν τον υπόκωφο ήχο της φωνής του. ήταν μια φωνή άσχετη με την κανονική γλυκόφθογγη λαλιά του.
«Είμαι ο δολοφόνος ενός μικρού κοριτσιού, κανένας σας δεν το υποψιάστηκε. Έπνιξα χωρίς λόγο ένα όμορφο παιδί μέσα στο δάσος. Ένα κοριτσάκι με πολύχρωμα φτερά…»
«Τρελάθηκε» φώναξε ο Αργύρης-Συμεών. «Είναι αδύνατον να πνίξει κανείς έναν άγγελο. Μην τον πιστεύετε, είναι μυθομανής και μαζοχιστής».
«Όχι, είμαι ο δολοφόνος του παιδιού. Από δω μέσα το γνωρίζει αυτό μόνο η Αλεξάνδρα, η οποία διάβασε το περιστατικό μου».
«Κανείς δεν ξέρει τι μας περιμένει» απάντησε εκείνη.
[…]


...

...

Ακούστηκαν φωνές από παντού και ανακατεμένοι μονόλογοι που κάλυπταν τις δυνατές ικεσίες του Βασίλη: «Πιστέψτε με, κανείς δεν μπορεί να συγχωρήσει ένα τέτοιο έγκλημα. Δεν σας δικαιολογούμαι, αλλά τότε το σύμπαν ήταν χάρτινο…».
«Τότε ας το κάψει το πυρ!» ούρλιαξε η Χριστίνα. Το πυρ φωτίζει και εξαγνίζει. Ας τα πάρει όλα η φωτιά!»
[…]
«Πιστέψτε με, αγαπητοί μου, σκότωσα το κοριτσάκι με τα πολύχρωμα φτερά. Μέσα στο δάσος, σαν λύκος το αθώο αρνί».
[…]
«Ελπίδα» φώναξε στη φίλη της η Χριστίνα «τον ακούς; Γι αυτό σου μύριζε δάσος! Γι αυτό είχε την οσμή του παιδιού σου!... Ελπίδα, ζεις; Δεν έχεις πνοή; Αλεξάνδρα, μίλησε κι εσύ. Μίλησέ της».
[…]
Ο Βασίλης δίπλα της έκλαιγε: «Πώς θ’ αντέξω τον πόνο του κακού που έκανα; Πώς την πληγή που συνεχώς πυορροεί;»
«Καημένε μου» του φώναξε στοργικά ο Τηλέμαχος, «Ήταν το σύμπαν χάρτινο;»
«Ναι, Τηλέμαχε».
«Τότε και το κοριτσάκι με τα φτερά ήταν χάρτινο. Άρα δεν σκότωσες κανέναν».
Ο Βασίλης τα έχασε προς στιγμήν με το συλλογισμό, αλλά γρήγορα απάντησε: «Έτσι νόμιζα, νόμιζα πως το παιδί ήταν χάρτινο. Γι αυτό έπιασα το λαιμό του, να διαπιστώσω αν ήταν πραγματικό. Εκείνο δεν φώναξε. Έσφιξα περισσότερο τον λαιμό του, ταραζόταν και…».
«Ελπίδα, λιποθύμησες;» φώναξε υστερικά η Χριστίνα. «Ελπίδα, μίλα μου!...»
Της χτύπησε το πρόσωπο και της έκανε μαλάξεις στην καρδιά, ώσπου τη συνέφερε.
«Ω Θεέ μου!» αναστέναξε η Ελπίδα σα να έβγαινε από τα έγκατα της γης, σα να ανασταινόταν. «Τι εφιάλτης είναι αυτός; Ακούστε με προσεκτικά… ακούστε. Είχα ένα κοριτσάκι. Το όνομά του ήταν Χάρις… της άρεσαν τα πολύχρωμα φτερά. Λίγο νερό, παρακαλώ».
[…]
«Γιατί, Βασίλη, σκότωσες τη Χάρι;» ρωτούσες συνεχώς η Ελπίδα με παραλλαγές φωνής. Κι εκείνος την άκουγε και θλιβόταν όπως τότε, μικρός, με το παιδικό ποίημα που αποστήθιζε: «Γιάννη, γιατί έκοψες το δέντρο, γιατί, γιατί; Αέρας θάναι, λέει ο Γιάννης…»

...


...


Η Χάρις, της Ελένης Λαδιά, επανακυκλοφορεί από την Εστία...


...

Ο Μάνος Χατζιδάκις για την παράδοση...

Ο Μάνος Χατζιδάκις για την παράδοση...
Ένα κείμενο επίκαιρο, αντίδοτο στην βλακεία που διεκδικεί εύσημα πατριωτισμού... με ένα "κλικ" στην εικόνα διαβάστε το...

Μάθε πόσο μετράει η υπογραφή σου...